νειλῷα

νειλῷα
Νειλαιεύς
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • NILOA — Graece Νειλῶα, fetum Aegyptiorum, sub ortum inundationis Nili, in huius honorem, celebrari folitum, unde et nomen. Heliodor. Aethiopicor. l. 9. Καὶ γάρ πως συνέπεσε Νειλῶα τότε τὴν μεγίςην ταῤ Αἰγυπτίων ἑορτὴν ενεςηκέναι, κατὰ τροπὰς μὲν τὰς… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νειλώος — νειλῷος, ῴα, ον (ΑΜ, Α ανώμ. θηλ. νειλωΐς, ΐδος) [Νείλος] αυτός που προέρχεται από τον Νείλο αρχ. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νειλῷα εορτή τών Αιγυπτίων κατά την πλημμύρα τού Νείλου («καὶ γὰρ πως συνέπεσε καὶ τὰ Νειλῷα τότε, τὴν μεγίστην παρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”